- θέλουσιν
- желаютхотят
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
θέλουσιν — ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεστιώμαι — ἐνεστιῶμαι, άομαι (Α) [εστιώμαι] συμποσιάζω ή φιλοξενούμαι σε έναν τόπο («ἦν... ἱλαραὶ κλισίαι τοῑς ἐνεστιᾱσθαι θέλουσιν», Λουκ.) … Dictionary of Greek
επιτακτήρ — ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) [επιτάσσω] αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.) … Dictionary of Greek
προβώμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πριν από τον βωμό ή αυτός που γίνεται μπροστά σε βωμό («φράζειν ἅ μὴ θέλουσιν ή προβωμίοις σφαγαῑσι μήλων ἢ δι οἰκνῶν πτεροῑς», Ευρ.) 2. ο τοποθετημένος πριν από άλλους σε βωμό ως προκαταρκτική θυσία 3. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия